προσωρινά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]προσωρινά < προσωρινός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]προσωρινά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσωρινά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]προσωρινά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προσωρινό