προσωρινός
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | προσωρινός | προσωρινή | προσωρινό |
γενική | προσωρινού | προσωρινής | προσωρινού |
αιτιατική | προσωρινό | προσωρινή | προσωρινό |
κλητική | προσωρινέ | προσωρινή | προσωρινό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | προσωρινοί | προσωρινές | προσωρινά |
γενική | προσωρινών | προσωρινών | προσωρινών |
αιτιατική | προσωρινούς | προσωρινές | προσωρινά |
κλητική | προσωρινοί | προσωρινές | προσωρινά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσωρινός < αρχαία ελληνική Πρὸς ὤρας
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾɔ.sɔ.ɾi.ˈnɔs/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /pɾɔ.sɔ.ɾi.ˈni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /pɾɔ.sɔ.ɾi.ˈnɔ/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
προσωρινός, -ή, -ό
- προς στιγμής, για την ώρα