προτακτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προτακτικό τα προτακτικά
      γενική του προτακτικού των προτακτικών
    αιτιατική το προτακτικό τα προτακτικά
     κλητική προτακτικό προτακτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προτακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προτακτικός < (ελληνιστική κοινήπροτακτικός < αρχαία ελληνική προτάσσω (θέτω μπροστά) < πρό + τάσσω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προτακτικό ουδέτερο

  1. (γραμματική) φωνήεν (συχνά άλφα ή γιώτα) που προτάσσεται, δηλαδή μπαίνει στην αρχή μιας λέξης που αρχίζει από σύμφωνο. Συνήθως μπαίνει για ευφωνία ή για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση και το αντίστοιχο φαινόμενο λέγεται πρόταξη, π.χ.
    α- + βασκάνω= αβασκάνω
  2. άκλιτα που προτάσσονται κυρίων ονομάτων σε χαλαρά σύνθετα[1]
    1. που ακολουθούνται από ενωτικό:
      Αγια-, αγια-, Αγιο-, αγιο-, Αϊ-, αϊ-, γερο-, γρια-, θεια-, κυρα-, μαστρο-, μπαρμπα-, παπα-, χατζη-
    2. που δεν παίρνουν ενωτικό
      κυρ, καπετάν, πάτερ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

προτακτικό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Παπαναστασίου, Γιώργος. Νεοελληνική ορθογραφία, ιστορία, θεωρία, εφαρμογή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2008 (1η έκδοση) ΙSBN 978‑960‑231‑131‑8, σελ.394, 13.2. Ενωτικό, (3). Για τα παρατακτικά σύνθετα με ενωτικό: βλ. (4)