προτασιακός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προτασιακός , (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική propositionnel[1][2]
Επίθετο
[επεξεργασία]προτασιακός
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ΟΡΟΓΡΑΜΜΑ - Αρ.140 Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2016, σελ. 3. Πρόσβαση 2020-02-24
- 1 2 «προτασιακός -ή -ό», στην Παράλληλη αναζήτηση του ιστότοπου: greek language.gr - η Πύλη για την ελληνική γλώσσα (του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας)