προτεραιότητα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προτεραιότητα < αρχαία ελληνική προτεραῖος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾo.te.ɾeˈo.ti.ta/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προτεραιότητα θηλυκό
- το να προηγείται κάποιος ή κάτι έναντι άλλων, χρονικά ή σε σειρά, το να πρέπει ή να δικαιούται να αντιμετωπιστεί ή να εξυπηρετηθεί πρώτος
- οι γονείς με μικρά παιδιά εισέρχονται στο μουσείο κατά προτεραιότητα
- το να αξιολογείται κάποιος ή κάτι ως επείγον ή μεγαλύτερης σημασίας έναντι άλλων
- αυτή τη στιγμή τα εθνικά θέματα έχουν την προτεραιότητα στις κινήσεις της κυβέρνησης
- το δικαίωμα ενός οδηγού να στρίψει ή να διασχίσει το δρόμο πριν από ένα άλλο όχημα
- σε μια διασταύρωση προτεραιότητα έχει αυτός που έρχεται από τα δεξιά