προτερόχρονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
προτερόχρονος, -η, -ο
- που συμβαίνει, συνέβη ή θα συμβεί σε προηγούμενο χρόνο, πριν από κάποια άλλη πράξη
- (ουσιαστικοποιημένο) (γραμματική) προτερόχρονο: κάτι που συμβαίνει, συνέβη ή θα συμβεί σε προηγούμενο χρόνο, πριν από κάποια άλλη πράξη