προτζέκτορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προτζέκτορας < αγγλική projector < project < λατινική proiectum, ουδέτερο του proiectus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος proicio < iacio
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προτζέκτορας αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πρότζεκτ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προτζέκτορας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)