προτρέπομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προτρέπομαι < παθητική φωνή του ρήματος προτρέπω
Ρήμα[επεξεργασία]
προτρέπομαι
- ωθούμαι, παρακινούμαι από κάποιον να κάνω ή να τολμήσω κάτι
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προτρέπομαι
|