προτσές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προτσές < (άμεσο δάνειο) γερμανική Prozess < λατινική processus μτχ. του ρ. procedo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προτσές ουδέτερο άκλιτο

  • διαδικασία, λέξη σε χρήση σε κοινωνικοπολιτικά κείμενα, προερχόμενη αρχικά από τα κείμενα του Καρλ Μαρξ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]