προφητεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προφητεύω < αρχαία ελληνική προφητεύω < προφήτης

Ρήμα[επεξεργασία]

προφητεύω

  • προβλέπω μελλοντικά γεγονότα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]