προφταίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προφταίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική προφθ(άνω) (προ- + φθάνω) + -αίνω με ανομοίωση της άρθρωσης [fθ] > [ft][1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾoˈfte.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πορ‐φταί‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

προφταίνω, αόρ.: πρόφτασα (χωρίς παθητική φωνή)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]