προφυλάξεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προφυλάξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προφυλάσσω
- θα προφυλάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προφυλάσσω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
προφυλάξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προφύλαξη