προφυλακιστέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προφυλακιστέος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]προφυλακιστέος, -α, -ο
- που κρίθηκε ότι πρέπει να προφυλακιστεί