Μετάβαση στο περιεχόμενο

προφυλακτικό

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προφυλακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προφυλακτικός < ελληνιστική κοινή προφυλακτικός < αρχαία ελληνική προφυλάσσω < πρό + φυλάσσω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική préservatif[1] [2])

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προφυλακτικό ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

προφυλακτικό

  1. προφυλακτικό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. προφυλακτικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας