προφύσιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προφύσιο ουδέτερο
- (τεχνολογία): κωνικός σωλήνας εισαγωγής αέρος π.χ. σε υψικάμινο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προφύσιο
|