προχείρως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προχείρως < πρόχειρ(ος) + -ως
Επίρρημα
[επεξεργασία]προχείρως, συγκριτικός : προχειρωτέρως/προχειρότερον, υπερθετικός : προχειρώτατα
Πηγές
[επεξεργασία]- προχείρως, πρόχειρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.