προχειρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προχειρίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
προχειρίζω
- χειροτονώ
- (μεταφορικά) έχοντας εξουσία-αρμοδιότητα ανεβάζω κάποιον στην ιεραρχική κλίμακα, δίνω προαγωγή, προβιβάζω, προάγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προχειρίζω
|