προχειρολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προχειρολογία οι προχειρολογίες
      γενική της προχειρολογίας των προχειρολογιών
    αιτιατική την προχειρολογία τις προχειρολογίες
     κλητική προχειρολογία προχειρολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προχειρολογία < προχειρολογ(ώ) + -ία.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε πρόχειρ(ος) + -ο- + -λογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.çi.ɾo.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐χει‐ρο‐λο‐γί.α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προχειρολογία θηλυκό

  1. η ενέργεια του προχειρολογώ, το να προχειρολογώ
  2. απόψεις ή επιχειρήματα που διατυπώνονται χωρίς εξέταση και τεκμηρίωση

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]