προχωρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
προχωρώ, πρτ.: προχωρούσα, στ.μέλλ.: θα προχωρήσω, αόρ.: προχώρησα, μτχ.π.π.: προχωρημένος
- κινούμαι μπρος τα εμπρός (ή γενικότερα προς κάποια κατεύθυνση)
- (+ σε) αρχίζω να κάνω κάτι ή συνεχίζω κάποια ενέργεια ξεκινώντας μια καινούρια φάση
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προχωράω - προχωρώ | προχωρούσα - προχώραγα | θα προχωράω - προχωρώ | να προχωράω - προχωρώ | προχωρώντας | |
β' ενικ. | προχωράς - προχωρείς | προχωρούσες - προχώραγες | θα προχωράς - προχωρείς | να προχωράς - προχωρείς | προχώρα - προχώραγε | |
γ' ενικ. | προχωράει - προχωρά - προχωρεί | προχωρούσε - προχώραγε | θα προχωράει - προχωρά - προχωρεί | να προχωράει - προχωρά - προχωρεί | ||
α' πληθ. | προχωράμε - προχωρούμε | προχωρούσαμε - προχωράγαμε | θα προχωράμε - προχωρούμε | να προχωράμε - προχωρούμε | ||
β' πληθ. | προχωράτε - προχωρείτε | προχωρούσατε - προχωράγατε | θα προχωράτε - προχωρείτε | να προχωράτε - προχωρείτε | προχωράτε - προχωρείτε | |
γ' πληθ. | προχωράν(ε) - προχωρούν(ε) | προχωρούσαν(ε) - προχώραγαν - προχωράγανε | θα προχωράν(ε) - προχωρούν(ε) | να προχωράν(ε) - προχωρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προχώρησα | θα προχωρήσω | να προχωρήσω | προχωρήσει | ||
β' ενικ. | προχώρησες | θα προχωρήσεις | να προχωρήσεις | προχώρα - προχώρησε | ||
γ' ενικ. | προχώρησε | θα προχωρήσει | να προχωρήσει | |||
α' πληθ. | προχωρήσαμε | θα προχωρήσουμε | να προχωρήσουμε | |||
β' πληθ. | προχωρήσατε | θα προχωρήσετε | να προχωρήσετε | προχωρήστε | ||
γ' πληθ. | προχώρησαν προχωρήσαν(ε) |
θα προχωρήσουν(ε) | να προχωρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προχωρήσει | είχα προχωρήσει | θα έχω προχωρήσει | να έχω προχωρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις προχωρήσει | είχες προχωρήσει | θα έχεις προχωρήσει | να έχεις προχωρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει προχωρήσει | είχε προχωρήσει | θα έχει προχωρήσει | να έχει προχωρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προχωρήσει | είχαμε προχωρήσει | θα έχουμε προχωρήσει | να έχουμε προχωρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε προχωρήσει | είχατε προχωρήσει | θα έχετε προχωρήσει | να έχετε προχωρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προχωρήσει | είχαν προχωρήσει | θα έχουν προχωρήσει | να έχουν προχωρήσει |
|