προχωρώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προχωρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προχωρῶ → και δείτε προχωράω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pro.xoˈro/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐χω‐ρώ
Ρήμα
[επεξεργασία]προχωρώ, -άς, -ά / -είς, -εί
- άλλη μορφή του προχωράω
Κλίση
[επεξεργασία]- → δείτε προχωράω#Κλίση
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)