προχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προχώ < σύντμηση της μετοχής προχωρημένος

Επίθετο[επεξεργασία]

προχώ άκλιτο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προχώ άκλιτο

  • (αργκό) αυτός που έχει πρωτοποριακές, ενδεχομένως και εκκεντρικές, απόψεις, θέσεις ή συμπεριφορές
    Ξοδεύουν πολλές λέξεις για τους μοντέρνους και μεταμοντέρνους ξένους, αναφέρουν ονόματα που είναι σχεδόν άγνωστα στους πολλούς, αλλά αγνοούν τους μοντέρνους και τους πιο «προχώ» της ελληνικής λογοτεχνίας. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]