προχώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προχώ < σύντμηση της μετοχής προχωρημένος
Επίθετο[επεξεργασία]
προχώ άκλιτο
- (αργκό) αυτός που έχει πρωτοποριακές, ενδεχομένως και εκκεντρικές, απόψεις, θέσεις ή συμπεριφορές
- ≈ συνώνυμα:: αβανγκάρντ, μοντέρνος, πρωτοποριακός, προχωρημένος
- Οι πιο προχώ οικολογικές εφαρμογές! (*)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προχώ άκλιτο
- (αργκό) αυτός που έχει πρωτοποριακές, ενδεχομένως και εκκεντρικές, απόψεις, θέσεις ή συμπεριφορές
- Ξοδεύουν πολλές λέξεις για τους μοντέρνους και μεταμοντέρνους ξένους, αναφέρουν ονόματα που είναι σχεδόν άγνωστα στους πολλούς, αλλά αγνοούν τους μοντέρνους και τους πιο «προχώ» της ελληνικής λογοτεχνίας. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προχώ
|