προωθημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προωθημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προωθώ
Μετοχή[επεξεργασία]
προωθημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προωθώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προωθημένος
|