προωνύμιο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προωνύμιο < (ελληνιστική κοινή) προωνύμιον πρό + ὄνομα ((μεταφραστικό δάνειο) (λατινικά) praenomen. Το ω (προωνύμιο) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προωνύμιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία.