προωστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προωστικός η προωστική το προωστικό
      γενική του προωστικού της προωστικής του προωστικού
    αιτιατική τον προωστικό την προωστική το προωστικό
     κλητική προωστικέ προωστική προωστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προωστικοί οι προωστικές τα προωστικά
      γενική των προωστικών των προωστικών των προωστικών
    αιτιατική τους προωστικούς τις προωστικές τα προωστικά
     κλητική προωστικοί προωστικές προωστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προωστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προωστικός

Επίθετο[επεξεργασία]

προωστικός, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]