προϊδέαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προϊδέαση | οι | προϊδεάσεις |
γενική | της | προϊδέασης* | των | προϊδεάσεων |
αιτιατική | την | προϊδέαση | τις | προϊδεάσεις |
κλητική | προϊδέαση | προϊδεάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προϊδεάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προϊδέαση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προϊδεάζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προϊδέαση
|