Μετάβαση στο περιεχόμενο

προϊσταμένη

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προϊσταμένη οι προϊστάμενες
      γενική της προϊσταμένης των προϊσταμένων
    αιτιατική την προϊσταμένη τις προϊστάμενες
     κλητική προϊσταμένη προϊστάμενες
Συχνά, διτυπία στον πληθυντικό: και προϊσταμένες.
Δείτε και την κλίση της μετοχής προϊστάμενος.
Κατηγορία όπως «κατηγορουμένη» - Δείτε: μετακίνηση τόνου στο Παράρτημα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προϊσταμένη, θηλυκό της μετοχής ενεστώτα προϊστάμενος του ρήματος προΐσταμαι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προϊσταμένη θηλυκό (αρσενικό προϊστάμενος)

  1. αυτή που διοικεί ένα τμήμα μιας υπηρεσίας
  2. η ανώτερη νοσηλεύτρια μιας κλινικής νοσοκομείου
      Από το βιβλίο που της είχε δώσει η προϊσταμένη έμαθε για τα « οσπιτάλια » του 1800 και για το λοιμοκαθαρτήριο που χτίστηκε το 1823 στο ανατολικό άκρο της Αλεξάνδρειας, μπροστά από το φρούριο Σιλσιλέχ (Ευγενία Φακίνου, Έρως, Θέρως, Πόλεμος, εκδ. Καστανιώτη, 2003)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]