προϋπαντώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προϋπαντώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προϋπαντῶ, συνηρημένος τύπος του προϋπαντάω < προ- + αρχαία ελληνική ὑπαντάω / ὑπαντῶ < ὑπό + ἀντάω / ἀντῶ < ἀντί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂énti < *h₂énts < *h₂ent- (μπροστά)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾo.i.panˈdo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ϋ‐πα‐ντώ
- παλιότερος συλλαβισμός : προ‐ϋ‐παν‐τώ
Ρήμα
[επεξεργασία]προϋπαντώ, -άς, -ά,..., αόρ.: προϋπάντησα (χωρίς παθητική φωνή) ή και προϋπαντιέμαι, προϋπαντώμαι
- πάω να συναντήσω κάποιον πριν φτάσει προς το μέρος μου, και να τον καλωσορίσω
- ※ Μόλις με βλέπει, σηκώνεται και έρχεται να με προϋπαντήσει. (Πέτρος Μάρκαρης, Βασικός μέτοχος)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- προϋπάντηση
- → δείτε τη λέξη υπαντώ
Κλίση
[επεξεργασία]- Και τύπος προϋπαντάω [1]
- Στα περισσότερα λεξικά, χωρίς παθητική φωνή
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προϋπαντάω - προϋπαντώ | προϋπαντούσα | θα προϋπαντάω - προϋπαντώ | να προϋπαντάω - προϋπαντώ | προϋπαντώντας | |
β' ενικ. | προϋπαντάς | προϋπαντούσες | θα προϋπαντάς | να προϋπαντάς | προϋπάντα - προϋπάνταγε | |
γ' ενικ. | προϋπαντάει - προϋπαντά | προϋπαντούσε | θα προϋπαντάει - προϋπαντά | να προϋπαντάει - προϋπαντά | ||
α' πληθ. | προϋπαντάμε - προϋπαντούμε | προϋπαντούσαμε | θα προϋπαντάμε - προϋπαντούμε | να προϋπαντάμε - προϋπαντούμε | ||
β' πληθ. | προϋπαντάτε | προϋπαντούσατε | θα προϋπαντάτε | να προϋπαντάτε | προϋπαντάτε | |
γ' πληθ. | προϋπαντάν(ε) - προϋπαντούν(ε) | προϋπαντούσαν(ε) | θα προϋπαντάν(ε) - προϋπαντούν(ε) | να προϋπαντάν(ε) - προϋπαντούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προϋπάντησα | θα προϋπαντήσω | να προϋπαντήσω | προϋπαντήσει | ||
β' ενικ. | προϋπάντησες | θα προϋπαντήσεις | να προϋπαντήσεις | προϋπάντα - προϋπάντησε | ||
γ' ενικ. | προϋπάντησε | θα προϋπαντήσει | να προϋπαντήσει | |||
α' πληθ. | προϋπαντήσαμε | θα προϋπαντήσουμε | να προϋπαντήσουμε | |||
β' πληθ. | προϋπαντήσατε | θα προϋπαντήσετε | να προϋπαντήσετε | προϋπαντήστε | ||
γ' πληθ. | προϋπάντησαν προϋπαντήσαν(ε) |
θα προϋπαντήσουν(ε) | να προϋπαντήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προϋπαντήσει | είχα προϋπαντήσει | θα έχω προϋπαντήσει | να έχω προϋπαντήσει | ||
β' ενικ. | έχεις προϋπαντήσει | είχες προϋπαντήσει | θα έχεις προϋπαντήσει | να έχεις προϋπαντήσει | ||
γ' ενικ. | έχει προϋπαντήσει | είχε προϋπαντήσει | θα έχει προϋπαντήσει | να έχει προϋπαντήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προϋπαντήσει | είχαμε προϋπαντήσει | θα έχουμε προϋπαντήσει | να έχουμε προϋπαντήσει | ||
β' πληθ. | έχετε προϋπαντήσει | είχατε προϋπαντήσει | θα έχετε προϋπαντήσει | να έχετε προϋπαντήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προϋπαντήσει | είχαν προϋπαντήσει | θα έχουν προϋπαντήσει | να έχουν προϋπαντήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προϋπαντιέμαι | προϋπαντιόμουν(α) | θα προϋπαντιέμαι | να προϋπαντιέμαι | ||
β' ενικ. | προϋπαντιέσαι | προϋπαντιόσουν(α) | θα προϋπαντιέσαι | να προϋπαντιέσαι | ||
γ' ενικ. | προϋπαντιέται | προϋπαντιόταν(ε) | θα προϋπαντιέται | να προϋπαντιέται | ||
α' πληθ. | προϋπαντιόμαστε | προϋπαντιόμαστε προϋπαντιόμασταν |
θα προϋπαντιόμαστε | να προϋπαντιόμαστε | ||
β' πληθ. | προϋπαντιέστε | προϋπαντιόσαστε προϋπαντιόσασταν |
θα προϋπαντιέστε | να προϋπαντιέστε | προϋπαντιέστε | |
γ' πληθ. | προϋπαντιούνται | προϋπαντιόνταν(ε) προϋπαντιούνταν προϋπαντιόντουσαν |
θα προϋπαντιούνται | να προϋπαντιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προϋπαντήθηκα | θα προϋπαντηθώ | να προϋπαντηθώ | προϋπαντηθεί | ||
β' ενικ. | προϋπαντήθηκες | θα προϋπαντηθείς | να προϋπαντηθείς | προϋπαντήσου | ||
γ' ενικ. | προϋπαντήθηκε | θα προϋπαντηθεί | να προϋπαντηθεί | |||
α' πληθ. | προϋπαντηθήκαμε | θα προϋπαντηθούμε | να προϋπαντηθούμε | |||
β' πληθ. | προϋπαντηθήκατε | θα προϋπαντηθείτε | να προϋπαντηθείτε | προϋπαντηθείτε | ||
γ' πληθ. | προϋπαντήθηκαν προϋπαντηθήκαν(ε) |
θα προϋπαντηθούν(ε) | να προϋπαντηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προϋπαντηθεί | είχα προϋπαντηθεί | θα έχω προϋπαντηθεί | να έχω προϋπαντηθεί | ||
β' ενικ. | έχεις προϋπαντηθεί | είχες προϋπαντηθεί | θα έχεις προϋπαντηθεί | να έχεις προϋπαντηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει προϋπαντηθεί | είχε προϋπαντηθεί | θα έχει προϋπαντηθεί | να έχει προϋπαντηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προϋπαντηθεί | είχαμε προϋπαντηθεί | θα έχουμε προϋπαντηθεί | να έχουμε προϋπαντηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε προϋπαντηθεί | είχατε προϋπαντηθεί | θα έχετε προϋπαντηθεί | να έχετε προϋπαντηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προϋπαντηθεί | είχαν προϋπαντηθεί | θα έχουν προϋπαντηθεί | να έχουν προϋπαντηθεί |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προϋπαντώμαι | προϋπαντόμουν | θα προϋπαντώμαι | να προϋπαντώμαι | ||
β' ενικ. | προϋπαντάσαι | προϋπαντόσουν | θα προϋπαντάσαι | να προϋπαντάσαι | ||
γ' ενικ. | προϋπαντάται | προϋπαντόταν | θα προϋπαντάται | να προϋπαντάται | ||
α' πληθ. | προϋπαντώμεθα - προϋπαντόμαστε | προϋπαντόμασταν | θα προϋπαντώμεθα - προϋπαντόμαστε | να προϋπαντώμεθα - προϋπαντόμαστε | ||
β' πληθ. | προϋπαντάσθε - προϋπαντάστε | προϋπαντόσασταν | θα προϋπαντάσθε - προϋπαντάστε | να προϋπαντάσθε - προϋπαντάστε | προϋπαντάσθε - προϋπαντάστε | |
γ' πληθ. | προϋπαντώνται | προϋπαντόνταν - προϋπαντόντουσαν | θα προϋπαντώνται | να προϋπαντώνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προϋπαντήθηκα | θα προϋπαντηθώ | να προϋπαντηθώ | προϋπαντηθεί | ||
β' ενικ. | προϋπαντήθηκες | θα προϋπαντηθείς | να προϋπαντηθείς | προϋπαντήσου | ||
γ' ενικ. | προϋπαντήθηκε | θα προϋπαντηθεί | να προϋπαντηθεί | |||
α' πληθ. | προϋπαντηθήκαμε | θα προϋπαντηθούμε | να προϋπαντηθούμε | |||
β' πληθ. | προϋπαντηθήκατε | θα προϋπαντηθείτε | να προϋπαντηθείτε | προϋπαντηθείτε | ||
γ' πληθ. | προϋπαντήθηκαν προϋπαντηθήκαν(ε) |
θα προϋπαντηθούν(ε) | να προϋπαντηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προϋπαντηθεί | είχα προϋπαντηθεί | θα έχω προϋπαντηθεί | να έχω προϋπαντηθεί | ||
β' ενικ. | έχεις προϋπαντηθεί | είχες προϋπαντηθεί | θα έχεις προϋπαντηθεί | να έχεις προϋπαντηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει προϋπαντηθεί | είχε προϋπαντηθεί | θα έχει προϋπαντηθεί | να έχει προϋπαντηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προϋπαντηθεί | είχαμε προϋπαντηθεί | θα έχουμε προϋπαντηθεί | να έχουμε προϋπαντηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε προϋπαντηθεί | είχατε προϋπαντηθεί | θα έχετε προϋπαντηθεί | να έχετε προϋπαντηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προϋπαντηθεί | είχαν προϋπαντηθεί | θα έχουν προϋπαντηθεί | να έχουν προϋπαντηθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «αγαπώ»
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «αγαπιέμαι»
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «εγγυώμαι»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)