Μετάβαση στο περιεχόμενο

προϋπηρετώ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προϋπηρετώ < ελληνιστική κοινή προϋπηρετέω / προϋπηρετῶ

προϋπηρετώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]