προϋποθέσεις
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]προϋποθέσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προϋποθέτω
- θα προϋποθέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προϋποθέτω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]προϋποθέσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προϋπόθεση