προϋποθέτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προϋποθέτω < αρχαία ελληνική προϋποτίθημι < προ- + ὑπο- + τίθημι
Ρήμα[επεξεργασία]
προϋποθέτω
- θέτω ως προϋπόθεση
- θεωρώ ως αναγκαίο για να επιτευχθεί-γίνει-συμβεί κάτι άλλο