Μετάβαση στο περιεχόμενο

προύνεικος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: προὔνεικος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προύνεικος < προ-  δείτε και τη λέξη προὔνεικος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
Ουσιαστικό και σε επιθετική λειτουργία.

Επίθετο

[επεξεργασία]
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / προύνεικος τὸ προύνεικον
      γενική τοῦ/τῆς προυνείκου τοῦ προυνείκου
      δοτική τῷ/τῇ προυνείκ τῷ προυνείκ
    αιτιατική τὸν/τὴν προύνεικον τὸ προύνεικον
     κλητική ! προύνεικε προύνεικον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ προύνεικοι τὰ προύνεικ
      γενική τῶν προυνείκων τῶν προυνείκων
      δοτική τοῖς/ταῖς προυνείκοις τοῖς προυνείκοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς προυνείκους τὰ προύνεικ
     κλητική ! προύνεικοι προύνεικ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προυνείκω τὼ προυνείκω
      γεν-δοτ τοῖν προυνείκοιν τοῖν προυνείκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

προύνεικος, -ος, -ον

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προύνεικος οἱ προύνεικοι
      γενική τοῦ προυνείκου τῶν προυνείκων
      δοτική τῷ προυνείκ τοῖς προυνείκοις
    αιτιατική τὸν προύνεικον τοὺς προυνείκους
     κλητική ! προύνεικε προύνεικοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προυνείκω
γεν-δοτ τοῖν  προυνείκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

προύνεικος αρσενικό

  1. ο αχθοφόρος
  2. (υβριστικό) ο ποταπός

Παράγωγα

[επεξεργασία]