προύχοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προύχοντας < αρχαία ελληνική προύχοντες, πληθυντικός τού προύχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προὔχω / προέχω (ξεχωρίζω, διακρίνομαι, ηγούμαι) < πρό + ἔχω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προύχοντας αρσενικό
- (σπάνιο) άνθρωπος με πλούτο και ανώτερη κοινωνική θέση και δύναμη
- (ιστορία) δημογέροντας κοτζάμπασης, πρόκριτος, προεστός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)