προῦμνον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | προῦμνον | προύμνω | προῦμνα |
Γενική | προύμνου | προύμνοιν | προύμνων |
Δοτική | προύμνῳ | προύμνοιν | προύμνοις |
Αιτιατική | προῦμνον | προύμνω | προῦμνα |
Κλητική | προῦμνον | προύμνω | προῦμνα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προῦμνον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προῦμνον ουδέτερο