πρυματσαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρυματσαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πρυματσάρω
Μετοχή[επεξεργασία]
πρυματσαρισμένος, -η, -ο
- πρυμνοδετημένος
- → δείτε τη λέξη πρυματσάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρυματσαρισμένος
|