πρυτανεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρυτανεία < αρχαία ελληνική πρυτανεία < πρύτανις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρυτανεία θηλυκό
- (ιστορία) η χρονική περίοδος (35-36 ημερών, το 1/10 του έτους) κατά την οποία ασκούσαν την εκτελεστική εξουσία οι πενήντα πρυτάνεις κάποιας φυλής
- το να είναι κάποιος πρύτανης, να έχει το αξίωμα του πρύτανη σε ένα πανεπιστήμιο
- η χρονική περίοδος που κάποιος είναι πρύτανης
- το κτήριο όπου βρίσκονται οι σχετικές με τον πρύτανη υπηρεσίες καθώς και οι υπηρεσίες αυτές
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πρύτανης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- πρυτανεία στη Βικιπαίδεια