πρυτανείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρυτανείο < αρχαία ελληνική πρυτανεῖον < πρύτανις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρυτανείο ουδέτερο
- (ιστορία) δημόσιο κτήριο στο οποίο συναθροίζονταν, συσκέπτονταν και σιτίζονταν οι πρυτάνεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πρύτανης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- πρυτανείο στη Βικιπαίδεια