πρωθιέρεια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]πρωθιέρεια < πρώτη (πρωτο-) πρωθ- + ιέρεια ( < αρχαία ελληνικά: ἱέρεια, δασυνόμενη λέξη)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾo.θiˈe.ɾi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρωθιέρεια θηλυκό (πρωθιερέας αρσενικό)
- η πρώτη από τις ιέρειες σε ένα ναό ή μία τελετουργία
- σπουδαίες ηθοποιοί επιλέγονται ως πρωθιέρειες στην τελετή αφής της ολυμπιακής φλόγας
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- πρωθιέρεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας