πρωθυπουργησιμότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωθυπουργησιμότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρωθυπουργησιμότητα θηλυκό
- η ικανότητα του να είναι κανείς (εν ενεργεία ή εν δυνάμει) πρωθυπουργός σύμφωνα με την κοινή γνώμη
- ※ «πρωθυπουργησιμότητα», που χτίζει εδώ και εβδομάδες, επαναλαμβάνοντας ότι ο ίδιος μπορεί να κερδίσει τον Αλέξη Τσίπρα. Επιπλέον, ... (Τα κρυφά χαρτιά των δύο μονομάχων, 23 Δεκ. 2015, [Protagon.gr www.protagon.gr/epikairotita/44341004994-44341004994])
- ※ Γεωργιάδης: Κριτήριο για την εκλογή Προέδρου η “πρωθυπουργησιμότητα” του. Δεν περίμενα να κερδίσω, στόχος μου ήταν το διψήφιο νούμερο ... (Γεωργιάδης: Κριτήριο για την εκλογή Προέδρου η - ANT1 TV, 22 Δεκ 2015 [www.antenna.gr/.../georgiadis-kritirio-gia-tin-eklogi-proedroy-i-prothypoyrgisimotita...])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωθυπουργησιμότητα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)