πρωθύστερο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωθύστερο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρωθύστερος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωθύστερο

  • (σχήμα λόγου) αναφορά μιας έννοιας στην αρχή μιας φράσης, ενώ χρονολογικά και λογικά θα έπρεπε να ακολουθεί
    παράδειγμα: «ξεντύθη ο νιος, ξεσώστηκε και στο πηγάδι μπήκε», «γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν΄αλλάξεις;»

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πρωθύστερο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του πρωθύστερος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πρωθύστερος