πρωσικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωσικός η πρωσική το πρωσικό
      γενική του πρωσικού της πρωσικής του πρωσικού
    αιτιατική τον πρωσικό την πρωσική το πρωσικό
     κλητική πρωσικέ πρωσική πρωσικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωσικοί οι πρωσικές τα πρωσικά
      γενική των πρωσικών των πρωσικών των πρωσικών
    αιτιατική τους πρωσικούς τις πρωσικές τα πρωσικά
     κλητική πρωσικοί πρωσικές πρωσικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωσικός < Πρωσί(α) + -ικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.siˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐σι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

πρωσικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]