πρωταγωνιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωταγωνιστής οι πρωταγωνιστές
      γενική του πρωταγωνιστή των πρωταγωνιστών
    αιτιατική τον πρωταγωνιστή τους πρωταγωνιστές
     κλητική πρωταγωνιστή πρωταγωνιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωταγωνιστής < ελληνιστική κοινή πρωταγωνιστής[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική πρωταγωνιστέω / πρωταγωνιστῶ < πρῶτος + ἀγών

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pro.ta.ɣo.niˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐τα‐γω‐νι‐στής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωταγωνιστής αρσενικό (θηλυκό πρωταγωνίστρια)

  1. ο ηθοποιός που έχει τον κύριο ρόλο σε ένα έργο (θεατρικό, τηλεοπτικό κλπ)
  2. ηθοποιός που παίζει συχνά σε πρωταγωνιστικούς ρόλους
  3. (μεταφορικά) κάποιος που φαίνεται να είναι το κύριο πρόσωπο σε γεγονότα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. πρωταγωνιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πρωταγωνιστήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. πρωταγωνιστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.