πρωταγωνιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωταγωνιστικός η πρωταγωνιστική το πρωταγωνιστικό
      γενική του πρωταγωνιστικού της πρωταγωνιστικής του πρωταγωνιστικού
    αιτιατική τον πρωταγωνιστικό την πρωταγωνιστική το πρωταγωνιστικό
     κλητική πρωταγωνιστικέ πρωταγωνιστική πρωταγωνιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωταγωνιστικοί οι πρωταγωνιστικές τα πρωταγωνιστικά
      γενική των πρωταγωνιστικών των πρωταγωνιστικών των πρωταγωνιστικών
    αιτιατική τους πρωταγωνιστικούς τις πρωταγωνιστικές τα πρωταγωνιστικά
     κλητική πρωταγωνιστικοί πρωταγωνιστικές πρωταγωνιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωταγωνιστικός < πρωταγωνιστής + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

πρωταγωνιστικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]