πρωταθλήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωταθλήτρια (μαρτυρείται από το 1896)[1] < πρωταθλητής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρωταθλήτρια θηλυκό
- θηλυκό του πρωταθλητής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωταθλήτρια
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 864, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου