πρωτεΐνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωτεΐνη οι πρωτεΐνες
      γενική της πρωτεΐνης των πρωτεϊνών
    αιτιατική την πρωτεΐνη τις πρωτεΐνες
     κλητική πρωτεΐνη πρωτεΐνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτεΐνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική protéine + -ίνη < ελληνιστική κοινή πρώτειος < αρχαία ελληνική πρῶτος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.teˈi.ni/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωτεΐνη θηλυκό

  1. (βιοχημεία) μακρομόριο που αποτελείται από μια ή περισσότερες αλυσίδες αμινοξέων
     συνώνυμα: λεύκωμα

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]