πρωτευαγγέλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρωτευαγγέλιο τα πρωτευαγγέλια
      γενική του πρωτευαγγελίου
πρωτευαγγέλιου
των πρωτευαγγελίων
    αιτιατική το πρωτευαγγέλιο τα πρωτευαγγέλια
     κλητική πρωτευαγγέλιο πρωτευαγγέλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτευαγγέλιο < πρωτ- + ευαγγέλιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωτευαγγέλιο ουδέτερο

  1. (θρησκεία) η πρώτη θεϊκή αναγγελία / άγγελμα που δόθηκε στους πρωτοπλάστους, μετά την έκπτωση από την παραδείσια κατάσταση, ότι θα σταλεί ο Μεσσίας / σωτήρας στον κόσμο
  2. (θρησκεία, ειδικότερα) ευαγγέλιο που επικεντρώνεται στα πρώτα χρόνια του βίου του Χριστού

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • πρωτευαγγέλιοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • πρωτευαγγέλιο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)