πρωτεύων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | πρωτεύων | πρωτεύουσα | πρωτεύον |
γενική | πρωτεύοντος | πρωτεύουσας (πρωτευούσης) |
πρωτεύοντος |
αιτιατική | πρωτεύοντα | πρωτεύουσα | πρωτεύον |
κλητική | πρωτεύων | πρωτεύουσα | πρωτεύον |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | πρωτεύοντες | πρωτεύουσες | πρωτεύοντα |
γενική | πρωτευόντων | πρωτευουσών | πρωτευόντων |
αιτιατική | πρωτεύοντες | πρωτεύουσες | πρωτεύοντα |
κλητική | πρωτεύοντες | πρωτεύουσες | πρωτεύοντα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωτεύων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πρωτεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
πρωτεύων, -ουσα, -ον
- αυτός που πρωτεύει
- τα είδη των πρωτευόντων
- παίζει πρωτεύοντα ρόλο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- πρωτεύουσα (ουσιαστικοποιημένο θηλυκό)
- πρωτεύοντα (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο στον πληθυντικό)