πρωτιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωτιά οι πρωτιές
      γενική της πρωτιάς των πρωτιών
    αιτιατική την πρωτιά τις πρωτιές
     κλητική πρωτιά πρωτιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτιά < πρώτος + -ιά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /proˈtça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐τιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωτιά θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]