πρωτοβάθμιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πρωτοβάθμιος, -α, -ο
- πρωτοβάθμια εκπαίδευση, πρωτοβάθμια περίθαλψη, πρωτοβάθμιο δικαστήριο