Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
πρωτοβάθμιος
4 γλώσσες
English
Français
Malagasy
Svenska
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πρωτοβάθμι
ος
η
πρωτοβάθμι
α
το
πρωτοβάθμι
ο
γενική
του
πρωτοβάθμι
ου
της
πρωτοβάθμι
ας
του
πρωτοβάθμι
ου
αιτιατική
τον
πρωτοβάθμι
ο
την
πρωτοβάθμι
α
το
πρωτοβάθμι
ο
κλητική
πρωτοβάθμι
ε
πρωτοβάθμι
α
πρωτοβάθμι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πρωτοβάθμι
οι
οι
πρωτοβάθμι
ες
τα
πρωτοβάθμι
α
γενική
των
πρωτοβάθμι
ων
των
πρωτοβάθμι
ων
των
πρωτοβάθμι
ων
αιτιατική
τους
πρωτοβάθμι
ους
τις
πρωτοβάθμι
ες
τα
πρωτοβάθμι
α
κλητική
πρωτοβάθμι
οι
πρωτοβάθμι
ες
πρωτοβάθμι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
πρωτοβάθμιος
<
πρωτο-
+
-βάθμιος
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
πρωτοβάθμιος
, -α, -ο
που λειτουργεί ως ο
πρώτος
βαθμός
(
πρώτη
βαθμίδα
) ενός συστήματος
πρωτοβάθμια
εκπαίδευση,
πρωτοβάθμια
περίθαλψη,
πρωτοβάθμιο
δικαστήριο
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
πρωτοβάθμιος
αγγλικά
:
primary
(en)
γαλλικά
:
primaire
(fr)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
Λέξεις με πρόθημα πρωτο- (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -βάθμιος (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
πρωτοβάθμιος
4 γλώσσες
Προσθήκη θέματος