πρωτοκατασκευάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτοκατασκευάζω < πρώτος + -ο- + κατασκευάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

πρωτοκατασκευάζω (παθητική φωνή: πρωτοκατασκευάζομαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]