πρωτοκλασάτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτοκλασάτος η πρωτοκλασάτη το πρωτοκλασάτο
      γενική του πρωτοκλασάτου της πρωτοκλασάτης του πρωτοκλασάτου
    αιτιατική τον πρωτοκλασάτο την πρωτοκλασάτη το πρωτοκλασάτο
     κλητική πρωτοκλασάτε πρωτοκλασάτη πρωτοκλασάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτοκλασάτοι οι πρωτοκλασάτες τα πρωτοκλασάτα
      γενική των πρωτοκλασάτων των πρωτοκλασάτων των πρωτοκλασάτων
    αιτιατική τους πρωτοκλασάτους τις πρωτοκλασάτες τα πρωτοκλασάτα
     κλητική πρωτοκλασάτοι πρωτοκλασάτες πρωτοκλασάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτοκλασάτος < πρώτος + -ο- + κλάση + -άτος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.to.klaˈsa.tos/

Επίθετο[επεξεργασία]

πρωτοκλασάτος, -η, -ο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]