πρωτοκλασάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.to.klaˈsa.tos/
Επίθετο[επεξεργασία]
πρωτοκλασάτος, -η, -ο
- (οικείο) που κατατάσσεται σε μια πρώτη κατηγορία, που είναι κάπως ανώτερος
- Σοβαρές ανατροπές στην ανθρωπογεωγραφία της Βουλής δείχνουν τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα με πρωτοκλασάτα στελέχη να μένουν εκτός Κοινοβουλίου. (*)