πρωτοκόλληση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωτοκόλληση οι πρωτοκολλήσεις
      γενική της πρωτοκόλλησης* των πρωτοκολλήσεων
    αιτιατική την πρωτοκόλληση τις πρωτοκολλήσεις
     κλητική πρωτοκόλληση πρωτοκολλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πρωτοκολλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτοκόλληση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πρωτοκόλλησις. Μορφολογικά αναλύεται σε πρωτοκόλλη- + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωτοκόλληση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]